- θρασυμέμνων
- θρασυ-μέμνων, ον, gen. ονος, (θρασύς, Skt.A mánma, OIr. menma 'spirit', cf. Ἀγαμέμνων) brave-spirited, epith. of Heracles, Il. 5.639, Od.11.267; of Meleager, B.5.69.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θρασυμέμνων — θρασυμέμνων, ονος,ὁ (Α) (ως επίθ. τού Ηρακλέους και τού Μελεάγρου) αυτός που έχει τολμηρό φρόνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + μέμνων «σταθερός, αποφασιστικός»] … Dictionary of Greek
θρασυμέμνων — mánma masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασυμέμνονα — θρασυμέμνων mánma neut nom/voc/acc pl θρασυμέμνων mánma masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασυμέμνονος — θρασυμέμνων mánma gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασυ- — πρώτο συνθετικό λέξεων κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής και λίγων τής Μεσαιωνικής και Νέας, το οποίο χαρακτηρίζει το β συνθετικό με τις σημασίες: α) θαρραλέος, τολμηρός, ανδρείος πρβλ. θρασύπονος αρχ. θρασύβουλος, θρασύγυιος, θρασυεργός, θρασύθυμος,… … Dictionary of Greek